- φτιασιδώνομαι
- φτιασιδώνομαι, φτιασιδώθηκα, φτιασιδωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
ζωγραφίζω — και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, έω) 1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα 2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο») νεοελλ. 1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική 2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με … Dictionary of Greek
κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
βάφω — έβαψα, βάφτηκα και βάφηκα, ομαι, βαμμένος 1. χρωματίζω, μπογιατίζω: Όλα είναι άνω κάτω γιατί βάφω το σπίτι. 2. φτιασιδώνομαι, φτιάχνομαι και καλλωπίζομαι: Όταν βάφεσαι πολύ, το πρόσωπό σου φαίνεται σαν μάσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτιάνω — και φτιάχνω και φκιάνω και φκιάχνω αόρ., έφτιαξα και έφτιασα και έφκιαξα και έφκιασα, παθ. αόρ. φτιάστηκα και φτιάχτηκα και φκιάχτηκα, μτχ. παθ. πρκ. φτιαγμένος και φτιασμένος και φκιασμένος και φκιαγμένος 1. μτβ., ταχτοποιώ, διορθώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)